- μήδεϊα
- μήδεϊα, [dialect] Aeol. fem. of μηδείς (q.v.), unless,A = Μήδεια, Sapph.162.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Μηδεία — Μηδείᾱ , Μήδειος fem nom/voc/acc dual Μηδείᾱ , Μήδειος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Μηδείᾱ , Μηδεία fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηδείᾳ — Μηδείᾱͅ , Μήδειος fem dat sg (attic doric aeolic) Μηδείᾱͅ , Μηδεία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήδεϊα — I Ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, αδελφού της Κίρκης και της Πασιφάης, και της Ωκεανίδας Ιδυίας. Σύμφωνα με κάποια άλλη παράδοση, μητέρα της ήταν η θεά Εκάτη και αδελφή της η Κίρκη. Η Μ., ήδη από τον Πίνδαρο … Dictionary of Greek
Μήδεια — Μήδειος neut nom/voc/acc pl Μηδεία fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήδεια — η μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη και σύζυγος του Ιάσονα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μηδείας — Μηδείᾱς , Μήδειος fem acc pl Μηδείᾱς , Μήδειος fem gen sg (attic doric aeolic) Μηδείᾱς , Μηδεία fem acc pl Μηδείᾱς , Μηδεία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μήδει' — Μήδεια , Μήδειος neut nom/voc/acc pl Μήδειε , Μήδειος masc voc sg Μήδειαι , Μήδειος fem nom/voc pl Μήδεια , Μηδεία fem nom/voc sg Μήδειαι , Μηδεία fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηδείαι — Μηδείᾱͅ , Μήδειος fem dat sg (attic doric aeolic) Μηδείᾱͅ , Μηδεία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Медея — (Μήδεια) дочь колхидского царя Эфета и Гекаты, внучка Гелиеса. Имя М. тесно связано с одним из древнейших греческих сказаний, об аргонавтах, обломком преданий о сношениях греков со странами Востока в доисторические времена. Чарам М. научилась от… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Μηδειῶν — Μηδεία fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηδείαν — Μηδείᾱν , Μήδειος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)